Ο Πυκνός Μαστός αποτελεί πρόκληση για την έγκαιρη διάγνωση καρκίνου του μαστού, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Στις περιπτώσεις πυκνών μαστών, η Ψηφιακή Μαστογραφία έχει αποδειχτεί ότι δεν επαρκεί για την εφαρμογή της ως μοναδική απεικονιστική μέθοδο για ασφαλή και έγκυρα αποτελέσματα. Ο οργανισμός Dense Breast Info, με μία σειρά ερωτημάτων και απαντήσεων, μας διαφωτίζει αναφορικά με τον πυκνό μαστό και τη χρήση της ψηφιακής μαστογραφίας.
Εάν τα αποτελέσματα μιας μαστογραφίας σε πυκνούς και υπερβολικά πυκνούς μαστούς δείξει «αρνητικά» ή «καλοήθη» αποτελέσματα, τί πρέπει να γίνει μετά;
Οι πυκνοί μαστοί είναι «μία απολύτως φυσιολογική κατάσταση». Μάλιστα, το 40% των γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών έχουν πυκνούς μαστούς. Ωστόσο, εντός του πυκνού μαστού μπορεί να «κρύβεται» μια κακοήθεια η οποία δεν είναι ορατή μόνο με τη μαστογραφία. Έτσι, το «φυσιολογικό» ή «αρνητικό» ή «καλοήθες» αποτέλεσμα μιας μαστογραφίας δεν αποκλείει την ύπαρξη καρκίνου σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς. Ακριβώς για αυτό ορισμένες φορές, γυναίκες με πυκνούς μαστούς εμφανίζονται μετά από μία «αρνητική» μαστογραφία να έχουν καρκίνο στον μαστό. Αυτός ο καρκίνος αποκαλείται «ενδιάμεσος καρκίνος».
Τι θα πρέπει να κάνει μία γυναίκα εάν σχετικά σύντομα μετά από απεικονιστική μαστογραφία, διαπιστώσει σε αυτοεξέταση κάποιον όγκο;
Καμία γυναίκα, ακόμη και λίγες μέρες μετά από μαστογραφία, δεν θα πρέπει να αγνοήσει έναν ψηλαφητό όγκο, κυρίως μάλιστα εάν οι μαστοί της είναι πυκνοί. Ενώ κύστες και άλλα καλοήθη ογκίδια, καθώς και περιοχές φυσιολογικού ιστού μπορεί να εμφανίζονται ως όγκοι, οι κακοήθεις όγκοι, κυρίως αυτοί που δεν εμφανίζονται με ασβεστώσεις, είναι δυνατόν να υποκρύπτονται, για αυτό και ένα «αρνητικό» για κακοήθεια αποτέλεσμα σε μαστογραφία δεν εξασφαλίζει ότι δεν υπάρχει καρκίνος. Η τομοσύνθεση μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από την 2D – μαστογραφία στην απεικόνιση κακοήθειας, αλλά το υπερηχογράφημα αποτελεί την απολύτως επιβεβλημένη απεικονιστική εξέταση για τον εντοπισμό ή την εξακρίβωση ύποπτης κακοήθειας. Εάν εντοπιστεί κάποια ύποπτη για καρκίνο μάζα, τότε ο ακτινοδιαγνώστης θα πρέπει να συμπεριλάβει υπερηχογράφημα των λεμφαδένων (μασχάλη), διότι το πρώτο σημείο στο οποίο μπορεί να επεκταθεί η κακοήθεια είναι στους λεμφαδένες της μασχαλιαίας κοιλότητας.
Θα πρέπει οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς να υποβάλλονται σε μαστογραφία;
Ασφαλώς Ναι. Η μαστογραφία είναι το πρώτο βήμα απεικόνισης μαστού για κάθε γυναίκα. Για τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς συστήνονται και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι καρκίνοι και προ-καρκινικές αλλαγές που φαίνονται καλύτερα στη μαστογραφία συγκριτικά με τη μαγνητική μαστογραφία ή τον υπέρηχο. Είναι προτιμότερο για τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς να κάνουν τομοσύνθεση, εξαιτίας της ακόμη καλύτερης ευκρίνειας που παρέχει στον εντοπισμό κακοηθειών. Περίπου οι μισοί καρκίνοι που εντοπίζονται σε μαστογραφία έχουν αποτιτανώσεις (ασβεστώματα – λευκές κουκίδες που μοιάζουν σαν κρυστάλλους αλατιού), αλλά φυσικά τα ασβεστώματα, που είναι ορατά σε πάρα πολλούς μαστούς και στους πυκνούς, δεν οφείλονται σε καρκίνο. Ορισμένες αποτιτανώσεις θα πρέπει να εξετάζονται περαιτέρω για να αποσαφηνιστεί εάν και τι υποκρύπτουν. Μάλιστα, συστήνεται βιοψία σε καινούργιες αποτιτανώσεις ή σε αυξανόμενες και οι οποίες προβληματίζουν σε εικόνα κατά τη μεγέθυνσή τους. Ωστόσο, ακόμη και αν συστήνεται η βιοψία σε αποτιτανώσεις, μόλις 1 στις 4 με 5 περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι οφείλονται σε καρκίνο.
Εάν μία γυναίκα έχει επιβιώσει από καρκίνο μαστού και έχει πυκνούς μαστούς, είναι η μαστογραφία επαρκής απεικονιστική εξέταση;
Η πιο ενδεδειγμένη εξέταση για όλες τις γυναίκες με ιατρικό ιστορικό καρκίνου μαστού και πυκνό μαστό και όλες οι γυναίκες με οποιαδήποτε πυκνότητα στον μαστό που έχουν νοσήσει με καρκίνο μαστού έως τα 59 τους χρόνια θα πρέπει να υποβάλλονται ετησίως σε Μαγνητική Μαστογραφία (MRI) σε συνδυασμό με ψηφιακή μαστογραφία (2D ή 3D). Μία έρευνα από το UC San Francisco εξακρίβωσε ότι η απεικονιστική μαστογραφία κάθε 6 μήνες, παρά ετησίως, βελτίωσε σημαντικά τον πρόωρο εντοπισμό της νόσου, ωστόσο στην πράξη αυτό δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί. Η τομοσύνθεση ή αλλιώς 3D μαστογραφία, βελτιώνει σημαντικά τον εντοπισμό καρκίνου στις περισσότερες γυναίκες συγκριτικά με την 2D μαστογραφία. Σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς, η τομοσύνθεση όμως παραμένει περιορισμένη ως απεικονιστική μέθοδος εντοπισμού καρκίνων χωρίς αποτιτανώσεις και μπορεί η όποια κακοήθεια να υποκρύπτεται από τον υπερκείμενο ιστό. Για γυναίκες με πυκνούς μαστούς και ιστορικό καρκίνου μαστού, το απεικονιστικό υπερηχογράφημα μπορεί να προστεθεί στην ετήσια μαστογραφία, εάν και η μαγνητική μαστογραφία (MRI) έχει αποδειχθεί πιο αποτελεσματική στον εντοπισμό καρκίνου σε γυναίκες με καρκίνο μαστού, ανεξαρτήτως πυκνότητας.
Το ποσοστό ανακλήσεων για επανέλεγχο με μαστογραφία (ψευδώς θετικό), είναι μεγαλύτερο σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς συγκριτικά με αυτό σε γυναίκες με λιπώδεις μαστούς;
Ναι. Οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς έχουν διπλάσιες πιθανότητες να κληθούν για συμπληρωματικό έλεγχο συγκριτικά με αυτόν σε γυναίκες με λιπώδεις μαστούς, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (95%) των ανακλήσεων δε δείχνει τελικώς καρκίνο. Επομένως, όσο πυκνότερος είναι ο μαστός, τόσο πιθανότερη είναι η διάγνωση ενός ψευδώς θετικού αποτελέσματος. Οι γυναίκες με υπερβολικά πυκνούς μαστούς έχουν διπλάσια πιθανότητα να υποστούν ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα συγκριτικά με τις γυναίκες που έχουν λιπώδεις μαστούς.
Υπάρχουν ορισμένοι καρκίνοι που αν και εντοπίζονται στον απεικονιστικό έλεγχο, δε χρειάζονται θεραπεία;
Πιθανόν. Ωστόσο είναι δύσκολο να αποφασιστεί αυτό σε προσωπικό επίπεδο, για την κάθε γυναίκα χωριστά. Ορισμένοι καρκίνοι μπορούν να παραμείνουν σε λανθάνουσα μορφή και να μη διαγνωστούν ποτέ κατά τη διάρκεια της ζωής μιας γυναίκας (υπερδιάγνωση). Στα 11 περιστατικά καρκίνου μαστού που έχουν εντοπιστεί με απεικόνιση, οι 2 απεικονίσεις είναι σωτήριες, η 1 αποτελεί υπερδιάγνωση και οι 8 βρίσκονται νωρίτερα χρονικά από το σημείο που θα ήταν ορατές χωρίς απεικόνιση και θα απειλούσαν τη ζωή των γυναικών και άρα έχουν καλύτερη πρόγνωση.