Εκτός από τους καλοκαιρινούς μήνες η χρήση των αντηλιακών έχει ενταχθεί στο καθημερινό πρόγραμμα περιποίησης του προσώπου όλο το έτος, αφού χιλιάδες γυναίκες τα χρησιμοποιούν καθημερινά στο πρόσωπο, κυρίως για να αποφεύγουν τις αλλοιώσεις του δέρματος από την έκθεση στον ήλιο. Ωστόσο, τα φίλτρα UV που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως σε καλλυντικά καθημερινής χρήσης αλλά ακόμη και σε υφάσματα φαίνεται ότι ενέχουν κινδύνους για τον άνθρωπο, αφού η χρήση τους συνδέεται με την αύξηση του κινδύνου καρκίνου μαστού.
Τα φίλτρα UV και η χρήση τους
Τα φίλτρα UV είναι χημικά που χρησιμοποιούνται για την προστασία από τις επιβλαβείς συνέπειες της υπεριώδους ακτινοβολίας. Υπάρχουν περίπου 50 διαφορετικοί τύποι χημικών φίλτρων UV, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ευρέως σε αντηλιακές κρέμες για να προστατεύουν το δέρμα από τις βλάβες που προκαλεί σε αυτό η υπεριώδης ακτινοβολία οδηγώντας σε κάποιες περιπτώσεις σε καρκίνο του δέρματος. Ωστόσο, τα χημικά φίλτρα UV χρησιμοποιούνται και σε πολλά ακόμη προϊόντα φροντίδας, όπως σε ενυδατικές κρέμες, για να αυξήσουν την αποδοτικότητα του προϊόντος ή ενσωματώνονται μέσα σε υφάσματα που παρέχουν αντηλιακή προστασία. Τα πιο κοινά φίλτρα UV περιλαμβάνουν χημικές ουσίες όπως benzophenone-3 ή BP-3, octylmethoxycinnamate (OMC), 4-methylbenzilidenecamphor (4-MBC), homosalate (HS) και octocrylene (OCT).
Οι χημικές ουσίες των φίλτρων UV δεν απομακρύνονται μετά τη χρήση
Οι χημικές αυτές ουσίες δεν εξαφανίζονται ούτε διασπώνται εύκολα, ενώ ξεπλένονται δύσκολα. Εξαιτίας της διαδεδομένης χρήσης τους σε καταναλωτικά προϊόντα –κυρίως σε αντηλιακά –οι ουσίες αυτές εντοπίζονται στο νερό, στο χώμα και σε ιστούς υδάτινων οργανισμών. Πλήθος μελετών που έχουν γίνει στο παρελθόν και συνεχίζονται έως σήμερα έχουν δείξει ότι οι χημικές αυτές ουσίες απορροφώνται από το δέρμα και παραμένουν στο αίμα ακόμη και μία ώρα μετά την εφαρμογή τους. Οι χημικές αυτές ουσίες καθώς και άλλες ουσίες των φίλτρων UV έχουν εντοπιστεί σε ανθρώπινα υγρά και ιστούς, όπως στα ούρα, στο ανθρώπινο γάλα θηλασμού, στον πλακούντα και σε ανθρώπινο ιστό, αποδεικνύοντας ότι δεν απομακρύνονται καθόλου εύκολα από το σώμα.
Τα φίλτρα UV είναι ενδοκρινικοί διαταράκτες
Το«πρόβλημα»των φίλτρωνUV είναι ότι συγκαταλέγονται στους ενδοκρινικούς διαταράκτες ή EDCsκαι έτσι έχουν την ιδιότητα να μιμούνται τα φυσικά οιστρογόνα που βρίσκονται στο σώμα μας. Η έκθεση σε οιστρογόνα κατά τη διάρκεια της ζωής αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου μαστού. Τα φίλτρα UV, BP-3, OMC, 4-MBC, HS και OCTσυγκαταλέγονται όλα στην κατηγορία τωνEDCs, ενώ σε πολλές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι συντελούν στην ανάπτυξη των οιστρογόνων. Επιπλέον, όπως διαφάνηκε πρόσφατα σε σχετική έρευνα στον μαστικό ιστό, τα PB-3, OMC ΚΑΙ 4-MBCέχουν την ιδιότητα να αυξάνουν ή να επιταχύνουν τον πολλαπλασιασμό, τη μετανάστευση και τις ιδιότητες διείσδυσης των ιστών του καρκίνου μαστού. Κατά συνέπεια αυξάνονται και οι πιθανότητες τα φίλτρα UV να επιταχύνουν τη διάδοση των όγκων, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται απόλυτα με τον καρκίνο μαστού, αφού η διάδοση των όγκων στη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου αποτελεί τη βασική αιτία θνησιμότητας.
Η πρόσφατη μελέτη που επιβεβαιώνει την επικινδυνότητα των φίλτρων UV
Στην πιο πρόσφατη σχετική έρευνα για τα φίλτρα UV που διενεργήθηκε με επικεφαλής την καθηγήτρια Dr. PhilippaDarbre, διερευνήθηκε εάν 4 πολύ κοινά διαδεδομένα χημικά σε φίλτρα UV ανιχνεύονταν στον μαζικό ιστό 40 γυναικών που είχαν υποβληθεί σε μαστεκτομή έπειτα από σχετική διάγνωση καρκίνου μαστού. Η ομάδα των μελετητών πήρε δείγματα από 3 διαφορετικά σημεία του μαστού για να διαπιστώσει ένα τα χημικά αυτά εντοπίζονταν σε μεγαλύτερα ποσοστά σε ορισμένα σημεία του μαστού όπου είναι πιο συνηθισμένη η ανάπτυξη του καρκίνου. Βρήκαν ότι τουλάχιστον ένα ή και περισσότερα φίλτρα UV εντοπίζονταν στο 84% των δειγμάτων ιστού και τουλάχιστονσε μία περιοχή του μαστού σε ποσοστό 95%. Συγκεκριμένα η ουσία BP-3 μετρήθηκε στο 69% του δείγματος ιστού και η OMC στο 74%, ενώ η ουσία 4- MBC εντοπίστηκε μόνο στο 13% των δειγμάτων και καθόλου η ουσία HS. Όλα αυτά τα φίλτρα UV έχει αποδειχθεί ότι ανήκουν στην κατηγορία των EDCs, μιμούνται δυνητικά τη δράση των οιστρογόνων και άρα μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη καρκίνου μαστού.
Θα πρέπει να αποφεύγουμε τα αντηλιακά;
Η απάντηση για το εάν και σε τι βαθμό θα πρέπει να αποφεύγουμε τα αντηλιακά είναι πως πράγματι θα πρέπει να αποφεύγουμε τη χρήση τους προσπαθώντας να μένουμε στη σκιά τις ώρες της έντονης ακτινοβολίας και να προτιμάμε τον ήλιο τις ώρες που είναι ευεργετικός, πριν τις 11 το πρωί και μετά τις 4 με 5 το απόγευμα, ειδικότερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Επιπλέον, είναι προτιμότερο να βάζουμε «παραδοσιακά» αντηλιακά που έχουν ως βάση το οξείδιο του ψευδαργύρου (zincoxide) και τα οποία εμπεριέχονται σε αντηλιακά οργανικών καλλυντικών εταιριών. Θα πρέπει να θυμόμαστε πως μόνο η χρήση των αντηλιακών με χημικά φίλτρα UV είναι μάλλον απίθανο να μας προκαλέσει βλάβες και να επιβαρύνει τον οργανισμό μας σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναπτύξουμε καρκίνο μαστού. Ωστόσο, η χρήση των αντηλιακών έρχεται να προστεθεί στη χρήση πολλών ακόμη καλλυντικών, καθαριστικών και άλλων ουσιών που βρίσκονται σε υφάσματα, έπιπλα και δεκάδες ακόμη σημεία που ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή. Ακριβώς για αυτό θα πρέπει να αφαιρούμε από την καθημερινότητά μας ό,τι είναι περιττό και μας επιβαρύνει ή να το αντικαθιστούμε με «ακίνδυνες» επιλογές.
Πηγή: breast cancer UK org