Οι ειλικρινείς, ανοικτές συζητήσεις μεταξύ των ασθενών με καρκίνο και των γιατρών τους αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την εξασφάλιση σωστής φροντίδας. Οι συζητήσεις αυτές μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς να λαμβάνουν αποφάσεις βασισμένοι στη σωστή ενημέρωση και την απόλυτη κατανόηση του τι να περιμένουν από τη θεραπεία τους, ποια είναι η πρόγνωση τους και ποιες οι πιθανότητες ίασης.
Ωστόσο, οι συζητήσεις υψηλού επιπέδου αναφορικά με την ποιότητα της ζωής, την πρόγνωση και τις επιλογές θεραπείας συμβαίνουν σπάνια ή δε γίνονται καθόλου, ειδικότερα σε ασθενείς που βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους. Ακόμη όμως και όταν πραγματοποιούνται, τότε πολύ συχνά γίνονται παρανοήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες και σε επιλογές θεραπείας, για τις οποίες αργότερα θα μετανιώσουν.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ δοκίμασαν εάν η εκπαίδευση ασθενών/φροντιστών και Ογκολόγων θα βοηθούσε στη βελτίωση της μεταξύ τους επικοινωνίας. Στη μελέτη συμμετείχαν 265 ασθενείς με καρκίνο προχωρημένου σταδίου και 38 Ογκολόγοι. Οι μισοί συμμετέχοντες από κάθε ομάδα έλαβαν σχετική εκπαίδευση, η οποία ήταν σύντομη χρονικά και για αυτό πιο εύκολα υλοποιήσιμη από ασθενείς και γιατρούς. Η εκπαίδευση συμπεριλάμβανε συναντήσεις με κοινωνικούς λειτουργούς και νοσοκόμες που βοηθούσαν τους μεν ασθενείς να εξασκηθούν στο να εκφράζουν τους φόβους τους, να διατυπώνουν αυτό που σκέφτονται, να είναι σαφείς και να δηλώνουν τις προτιμήσεις τους, ενώ τους δόθηκε και ένα μικρό φυλλάδιο για να διαβάσουν, στους δε γιατρούς, πλασματικές συνεδρίες με ηθοποιούς που έπαιζαν το ρόλο ασθενών, με προκαθορισμένες απαντήσεις και οπτικοακουστικό υλικό.
Στα αποτελέσματα των συζητήσεων μεταξύ γιατρών και ασθενών διαφάνηκε ότι οι ασθενείς ήταν πιο κινητοποιημένοι στο να θέτουν ερωτήσεις, ενώ οι Ογκολόγοι εμπλέκονταν στις συζητήσεις με τους ασθενείς τους με περισσότερο συναίσθημα. Επιπλέον, γίνονταν πιο ουσιώδεις συζητήσεις για θέματα όπως η πρόγνωση και το τέλος της ζωής. Ωστόσο, παρέμεναν κάποια επικοινωνιακά «κενά». Για παράδειγμα, ορισμένοι ασθενείς πίστευαν ότι ήταν πιθανό να θεραπευθούν και οι περισσότεροι από τους μισούς πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ ο μέσος όρος επιβίωσης των συμμετεχόντων ασθενών δεν ξεπερνούσε τους 16 μήνες. Για αυτό ακριβώς το λόγο, ο συν-συγγραφέας της έρευνας, Ronald Epstein, MD, δήλωσε ότι οι παρεμβάσεις στην ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των ασθενών και των γιατρών είναι πλέον επιβεβλημένες και θα πρέπει οι κανόνες καλής επικοινωνίας των εμπλεκομένων να αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, ώστε να μπορούν «να ακουστούν οι φωνές» των ασθενών με καρκίνο.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε:
- Να είναι σαφείς.
- Να θέτουν ερωτήσεις σχετικά με την ασθένειά τους, τις επιλογές θεραπείας, την πρόγνωση και την ποιότητα της ζωής.
- Να μαθαίνουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε σημαντικής επιλογής.
- Να ζητούν διευκρινίσεις όταν δεν καταλαβαίνουν κάτι.
- Να εκφράζουν απόψεις και ανησυχίες.
- Να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, τους φόβους και τη θλίψη τους.
Οι γιατροί θα πρέπει:
- Να ενθαρρύνουν τους ασθενείς τους να θέτουν ερωτήσεις σημαντικές για αυτούς.
- Να ελέγχουν εάν οι ασθενείς τους κατανόησαν αυτά που τους είπαν.
- Να δίνουν χρόνο στη συζήτηση, ώστε οι ασθενείς να μπορούν με ψυχραιμία να σκέφτονται τι θέλουν να ρωτήσουν.
- Να μπορούν να δίνουν ποσοστά επιτυχίας των θεραπειών που προτείνουν ή ποσοστά ασθενών που έχουν ωφεληθεί από συγκεκριμένες θεραπείες.
- Να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα των ασθενών τους και να τους συμπονούν.
Πηγή: Η μελέτη δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου στην επιθεώρηση JAMA Oncology.