Τα οφέλη του προληπτικού ελέγχου με τη μαστογραφία

Πόσο αξιόπιστη είναι η καναδική μελέτη που πρόσφατα αμφισβήτησε την αξία της μαστογραφίας; Τα αποτελέσματα της Καναδικής Μελέτης Εθνικού Προληπτικού Πληθυσμιακού Ελέγχου για την Πρόληψη Καρκίνου του Μαστού (Canadian National Breast Screening Study) που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην επιθεώρηση British Medical Journal από τον Dr. Anthony Miller και συνεργάτες του, έχουν προκαλέσει πολλές αντιπαραθέσεις και επικρίσεις.

Πόσο αξιόπιστη είναι η καναδική μελέτη που πρόσφατα αμφισβήτησε την αξία της μαστογραφίας; Τα αποτελέσματα της Καναδικής Μελέτης Εθνικού Προληπτικού Πληθυσμιακού Ελέγχου για την Πρόληψη Καρκίνου του Μαστού (Canadian National Breast Screening Study) που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην επιθεώρηση British Medical Journal από τον Dr. Anthony Miller και συνεργάτες του, έχουν προκαλέσει πολλές αντιπαραθέσεις και επικρίσεις.

Από την Dr. Marcella Böhm-Vélez., Ακτινολόγος, πρόεδρος του Weinstein Imaging Associates και πρόεδρος της Pennsylvania Radiological Society Breast Imaging Committee.

Σχεδόν 90.000 γυναίκες, ηλικίας 40 έως 59 ετών, παρακολουθήθηκαν είτε με ετήσια εξέταση μαστού από εξειδικευμένη νοσηλεύτρια ώστε να ελεγχθούν για την ύπαρξη κλινικών ευρημάτων πριν από τη μαστογραφία ή μόνο με κλινική εξέταση από την νοσηλεύτρια. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μετά  από δύο και πλέον δεκαετίες, ο δείκτης της θνησιμότητας του καρκίνου του μαστού ήταν παρόμοιοι στις δύο ομάδες, υπαινισσόμενοι ότι τα οφέλη της μαστογραφίας είναι ελάχιστα.

Δεν ανέφεραν καμία μείωση όταν συνέκριναν περιστατικά καρκίνου του μαστού και θνησιμότητα στις γυναίκες που υποβλήθηκαν ή δεν υποβλήθηκαν σε μαστογραφία. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι γυναίκες των οποίων ο καρκίνος του μαστού ανιχνεύθηκε στη μαστογραφία, υποβλήθηκαν σε υπερδιάγνωση λόγω της υποβολής αυτών σε  χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία και ακτινοβολία.

Τα ευρήματά τους κάνουν λόγο για πενταπλασιασμό των μη απαραίτητων βιοψιών, οι οποίες παράλληλα συνοδεύονται από το στρες των ασθενών και το οικονομικό κόστος, και έχουν προκαλέσει μεγάλη αντιπαράθεση τόσο μεταξύ των ασθενών, όσο και στην ιατρική κοινότητα σε ότι έχει να κάνει με τα οφέλη από την ετήσια προληπτική μαστογραφία.

Το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας και η Εταιρεία Απεικόνισης Μαστού ανταποκρίθηκαν άμεσα λέγοντας ότι η συγκεκριμένη μελέτη « εμπεριέχει μια απίστευτα παραπλανητική ανάλυση βασισμένη στην ελαττωματική και ευρέως αναξιόπιστη μελέτη CNBSS». Τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση British Medical Journal, και διάφορα άλλα που προέρχονται από τη μελέτη CNBSS, δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πολιτικών προληπτικού ελέγχου για καρκίνο του μαστού καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε πολλές γυναίκες σε αυξημένο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους άδικα από την νόσο. Η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτή τη μελέτη ήταν «μια γενιά πίσω» , λέει ο Dr. Otis Brawley, chief medical officer στην Αμερικανική Εταιρεία κατά του Καρκίνου (American Cancer Society) ο οποίος μάλιστα επισημαίνει ότι η τυχαιοποίηση ανάμεσα στον έλεγχο της μελέτης και τις ομάδες που μετείχαν σε αυτή, ήταν επίσης ελαττωματική.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, η μελέτη επανεξετάσθηκε από ειδικούς στην απεικόνιση του μαστού από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι η ποιότητα των μαστογραφιών ήταν φτωχή, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί εξελιγμένος εξοπλισμός. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν χρησιμοποίησαν διαφράγματα για να μειώσουν τη δόση της διάχυτης ακτινοβολίας. Συνεπώς, η ευκρίνεια των εικόνων ήταν μειωμένη από την καλύτερη δυνατή, δυσκολεύοντας έτσι τον εντοπισμό αρχόμενων καρκίνων. Πολλές γυναίκες δεν είχαν τοποθετηθεί σωστά στο μηχάνημα, έτσι οι εικόνες δεν περιελάμβαναν το μαστό στο σύνολό του, με αποτέλεσμα κάποιοι καρκίνοι που εντοπίζονταν στο οπίσθιο τμήμα

Επιπλέον, οι ακτινολόγοι δεν είχαν εξειδικευθεί στην ερμηνεία της μαστογραφίας ενώ ακόμα και οι ακτινοφυσικοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για το ότι η ποιότητα των μαστογραφιών που εφαρμόστηκε σε κάποια από τα κέντρα προληπτικού ελέγχου ήταν μακράν φτωχότερη από τα αποδεκτά επίπεδα. Το γεγονός ότι μόνο το 32% των καρκίνων ανιχνεύθηκε με τη μαστογραφία, σε σύγκριση με τουλάχιστον 60% που διαγιγνώσκεται σήμερα, αποδεικνύει ακόμη περισσότερο ότι αυτή η μελέτη είναι άκυρη.

Επιπροσθέτως, το μέσο μέγεθος των καρκίνων που ανιχνεύθηκαν από τη μαστογραφία ήταν 1,9 εκατοστά σε σύγκριση με 2,1 εκατοστά από την κλινική εξέταση. Μια διαφορά 0,2 εκατοστών, που δεν είναι στατιστικά σημαντική. Η συγκεκριμένη δοκιμή δεν εντόπισε μικρούς όγκους μεγέθους 1- 1,5 εκατοστών όπως θα ανέμενε κανείς από τη μαστογραφία υψηλής ποιότητας.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν μια δυσαναλογία στον αριθμό των γυναικών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, έχουν εγερθεί ερωτήματα σχετικά με την τυχαιοποίηση. Αυτή η μελέτη δεν ήταν μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή, αφού κάθε γυναίκα είχε υποβληθεί αρχικά σε κλινική εξέταση του μαστού από εκπαιδευμένη νοσηλεύτρια, με αποτέλεσμα να είναι γνωστό ποιες γυναίκες είχαν κλινικά ευρήματα στο μαστό (πολλά από τα οποία ήταν καρκίνοι) και ποιες είχαν διογμωμένους μασχαλιαίους λεμφαδένες, ως ένδειξη μεταστατικού καρκίνου. Προτού κατατάξουν τις γυναίκες στην ομάδα που υποβαλλόταν σε απεικονιστικό έλεγχο με μαστογραφία ή στην ομάδα που υποβαλλόταν μόνο σε κλινική εξέταση, οι ερευνητές γνώριζαν ποιες είχαν προχωρημένου σταδίου κακοήθειες. Έτσι πιθανότατα εξηγείται το γεγονός ότι στατιστικά ήταν περισσότερες οι γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο στην ομάδα που υποβαλλόταν σε μαστογραφία, σε σύγκριση με εκείνες που είχαν ενταχθεί στην ομάδα κλινικού ελέγχου. Αυτό αποτέλεσε τεκμηρίωση για τους περισσότερους θανάτους μεταξύ των γυναικών που ελέγχονταν με μαστογραφία απ’ ότι με κλινική εξέταση.

Η μαστογραφία αναγνωρίζει τις ασυμπτωματικές γυναίκες που μπορεί να έχουν εμφανίσει καρκίνο, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα, 1% έως 2 % να καλούνται για επανέλεγχο με επιπλέον συμπληρωματικές εικόνες. Από αυτές τις γυναίκες, ένα ποσοστό μικρότερο από 40%, χρειάζεται βιοψία για να αποκλεισθεί ο καρκίνος του μαστού. Όσο νωρίτερα διαγιγνώσκεται ένας καρκίνος και όσο μικρότερος είναι, τόσο πιο πιθανό είναι να περιοριστεί στο μαστό, δίνοντας έτσι στην ασθενή περισσότερες επιλογές και λιγότερο επιθετική θεραπεία. Υπάρχουν τουλάχιστον εννέα τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που έχουν δείξει ότι ο προληπτικός απεικονιστικός έλεγχος για τον καρκίνο του μαστού μειώνει τη θνησιμότητα σε ποσοστό που κυμαίνεται από 30% έως  40%. Η πρώιμη ανίχνευση της κακοήθειας με τη μαστογραφία, σε συνδυασμό με νέες θεραπευτικές επιλογές,  σώζει ζωές! Αντίθετα, οι κακοήθειες που ανιχνεύονται για πρώτη φορά όταν πλέον είναι ψηλαφητές, είναι συχνότερα σε προχωρημένο στάδιο και έχουν εξαπλωθεί στους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Αυτός ο μεταστατικός καρκίνος συνήθως απαιτεί επεμβατικές θεραπείες όπως είναι η χημειοθεραπεία και πιο ριζικές χειρουργικές επεμβάσεις. Παρά τη θεραπεία, οι γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού είναι πιο πιθανό να πεθάνουν εξαιτίας της νόσου, απ’ ότι εκείνες που διαγιγνώσκονται με την νόσο σε αρχικό στάδιο. Το μέγεθος ενός καρκίνου του μαστού και το εύρος της εξάπλωσής του αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στην πρόγνωση της νόσου για μια γυναίκα. Ένας μικρός (μικρότερος από 2 εκατοστά) διηθητικός καρκίνος που δεν έχει ακόμα εξαπλωθεί στους λεμφαδένες (στάδιο 1 της νόσου) έχει 5ετή επιβίωση σε ποσοστό μεγαλύτερο του 98%, σε σύγκριση με 86% στο στάδιο 2 της νόσου (1 έως 3 θετικοί μασχαλιαίοι λεμφαδένες και/ή πρωτοπαθείς όγκοι μεγέθους 2,1 έως 5 εκατοστών).

Συνεπώς δεν υπάρχει αμφιβολία τα αποτελέσματα της μελέτης CNBSS είναι παραπλανητικά και έχουν δεχτεί αρνητική κριτική από την διεθνή ιατρική κοινότητα. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να τροποποιήσουν την κυρίαρχη άποψη των επιστημόνων για τα οφέλη που έχει ο προληπτικός έλεγχος με τη χρήση της μαστογραφίας.

 

Call Now Button