Το σωματικό λίπος και όχι το βάρος, παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του καρκίνου μαστού

Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention –CDC), ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου μαστού είναι το υπερβολικό βάρος ή η παχυσαρκία μετά την εμμηνόπαυση. Ωστόσο, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως το υπερβολικό βάρος, ίσως να μην είναι ο μόνος παράγοντας κινδύνου. Τα ευρήματα μίας νέας μελέτης που παρουσιάστηκαν στο ειδικό συνέδριο της Αμερικάνικης Ένωσης για την Έρευνα για τον Καρκίνο (American Association for Cancer Research), με τίτλο «Παχυσαρκία και καρκίνος: υποκείμενοι μηχανισμοί, αιτίες και αποτελέσματα», δείχνουν πως το σωματικό λίπος αποτελεί έναν ανεξάρτητο μηχανισμό κινδύνου, ακόμη και αν ο δείκτης μάζας σώματος (BMI)του ατόμου είναι φυσιολογικός.

Ο επικεφαλής συντάκτης της έκθεσης, Dr. NeilIyengar, από το Memorial Sloan Kettering Cancer Center στη Νέα Υόρκη εξήγησε πως «ήταν άγνωστο έως σήμερα πώς το αυξημένο σωματικό λίπος ακόμη και σε ανθρώπους με φυσιολογικό βάρος, συνοδεύεται με αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου» και συμπληρώνει «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ο κίνδυνος διηθητικού καρκίνου μαστού είναι αυξημένος σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με φυσιολογικό BMI και υψηλότερα επίπεδα σωματικού λίπους από το φυσιολογικό. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, μεγαλύτερο από αυτό που γνωρίζαμε έως σήμερα, έχει έναν μη αναγνωρισμένο έως σήμερα κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου».

 

Τρόπος διεξαγωγής της έρευνας

Ο συσχετισμός μεταξύ σωματικού λίπους και κινδύνου για διηθητικό καρκίνο μαστού δεν είχε έως σήμερα διερευνηθεί σε καμία μελέτη, δεδομένου ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπολογιστεί σε τι ποσοστό το BMI (ο δείκτης μάζας σώματος) ενός ανθρώπου αποδίδεται στο λίπος και σε τι ποσοστό οφείλεται στα οστά και τους μύες. Ενώ λοιπόν το BMI αποτελεί έναν εύκολο τρόπο για να εκτιμηθεί το σωματικό λίπος, δεν αποτελεί ωστόσο τον ιδανικό τρόπο για να υπολογιστούν τα επίπεδα του σωματικού λίπους, καθώς η μυϊκή μάζα και η πυκνότητα των οστών δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη συνολικό λιπώδη μάζα. Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο μέτρησης οστικής πυκνότητας «κεντρομελική» DXA (dualenergyx-rayabsorsiometry), μία τεχνική που επιτρέπει στους ειδικούς να μετρούν διαφορετικά στοιχεία στη σύνθεση του σώματος και με τον τρόπο αυτό να διαχωρίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα επίπεδα του λίπους του σώματος από άλλες μάζες που επηρεάζουν το συνολικό βάρος.

Ο Dr.Iyengar και οι συνεργάτες του άντλησαν στοιχεία από μία μακρόχρονη μελέτη παρατήρησης μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών ηλικίας 50 έως 79 ετών. Από τις γυναίκες αυτές, οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα των 3.460 γυναικών, οι οποίες είχαν φυσιολογικό BMI –από 18.5 έως 25 –δεν είχαν ποτέ διαγνωστεί με καρκίνο στο μαστό και στις οποίες είχαν συνυπολογιστεί οι βασικές μετρήσεις DXA. Οι συμμετέχουσες παρακολουθούνταν για διηθητικό καρκίνο στο μαστό για χρονικό διάστημα περίπου 16 ετών. Στις περιπτώσεις όπου εντοπίζονταν σχετική διάγνωση, οι γυναίκες εξετάζονταν περαιτέρω για όγκο θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς οιστρογόνων, στον τύπο δηλαδή καρκίνου όπου η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων διευκολύνεται από την έκθεση σε οιστρογόνα.

 

Τα ευρήματα της μελέτης

Μέχρι το τέλος της μελέτης από το σύνολο των γυναικών που παρακολουθούνταν, από τις 182 γυναίκες που είχαν αναπτύξει διηθητικό καρκίνο μαστού στο διάστημα παρακολούθησης, οι 146 από αυτές είχαν όγκο θετικό σε ορμονικούς υποδοχείς οιστρογόνων. Η ανάλυση των στοιχείων οδήγησε τους ερευνητές στη διαπίστωση ότι οι γυναίκες με φυσιολογικό BMI αλλά υψηλό λιπώδη ιστό είχαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου θετικού σε ορμονικούς υποδοχείς οιστρογόνων συγκριτικά με αυτές με φυσιολογικό BMI αλλά χαμηλά επίπεδα του συνολικού λιπώδους ιστού στο σώμα τους. Επιπλέον, η ομάδα διαπίστωσε πως ο κίνδυνος αυξάνονταν κατά 35% για κάθε 5 πρόσθετα κιλά λίπους στο σώμα, ακόμη και εάν το BMI παρέμενε μέσα στα φυσιολογικά όρια. Στην έρευνα επίσης διαφάνηκε ότι τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας ήταν χαμηλότερα σε γυναίκες με υψηλά επίπεδα λίπους, γεγονός που αποδεικνύει ότι η φυσική δραστηριότητα είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμη και σε γυναίκες που έχουν φυσιολογικό βάρος.

Οι ερευνητές τονίζουν πως τα ευρήματα αυτά μπορεί να αιφνιδιάσουν γιατρούς και κοινό, ωστόσο ευελπιστούν ότι θα βοηθήσουν στην καλύτερη εκτίμηση του κινδύνου στο μέλλον και θα οδηγήσουν στη χάραξη στρατηγικών πρόληψης.
Πηγή: Medicalnewstoday

Call Now Button