Οι μαστοί αποτελούνται από ένα δίκτυο από αδένες και αγωγούς παραγωγής γάλακτος που διοχετεύονται προς τη θηλή για την περίοδο του θηλασμού. Επίσης, μέσα στη δομή του μαστού, υπάρχει ακόμη ινώδης και λιπώδης ιστός, ενώ ένα μεγάλο τμήμα του λιπώδους ιστού μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην πιθανή ανάπτυξη καρκίνου στο μαστό.
Ο μαστός που έχει λίγο ή λιγότερο λιπώδη ιστό θεωρείται πυκνός και η πυκνότητα αυτή αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου στο μαστό τόσο ως αυτούσια αιτία πρόκλησης της νόσου όσο και ως παράγοντας που εμποδίζει τον εντοπισμό και τη διάγνωση της νόσου.
Σύμφωνα με τον οργανισμό SusanG. Komen, οι πυκνοί μαστοί εμφανίζονται σε γυναίκες μεταξύ 40 και 74 ετών σε υψηλή συχνότητα, 40 με 50%. Ανεξάρτητα από γενετικούς παράγοντες και από τον τρόπο ζωής των γυναικών αυτών, οι πυκνοί μαστοί τοποθετούν τις γυναίκες αυτές σε ομάδα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου στο μαστό, τέσσερις και πέντε φορές περισσότερο συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν έχουν πυκνούς μαστούς.
Τι προκαλεί πυκνούς μαστούς;
Η πυκνότητα του μαστού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως βάρος, γενετικοί παράγοντες, ηλικία, οικογενειακό ιστορικό και αριθμός κυήσεων. Η πυκνότητα στο μαστό συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον δείκτη μάζας σώματος: «Οι γυναίκες που είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν υψηλή πυκνότητα μαστού συγκριτικά με αυτές που είναι λεπτές ή και με βάρος μικρότερο από το φυσιολογικό. Μέρος αυτής της διάκρισης οφείλεται στην αναλογία του αδενικού ιστού με το λιπώδη ιστό, όπου στις υπέρβαρες γυναίκες η αναλογία αυτή βαραίνει προς τον λιπώδη ιστό, αφού το υπερβάλλον λίπος χαρακτηρίζει και τον μαστό τους όπως και όλο το σώμα τους. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι οι γυναίκες με υψηλό δείκτη μάζας σώματος δεν μπορεί να έχουν πυκνό μαστό. Ωστόσο, αν και υπάρχουν υπέρβαρες γυναίκες με πυκνούς μαστούς, υπάρχει ένας δυνατός συσχετισμός μεταξύ σωματικού βάρους και πυκνών μαστών.
Η πυκνότητα στο μαστό, όπως και πολλές ακόμη πτυχές του καρκίνου δεν είναι ένα και μόνο πράγμα. Το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για ένα φάσμα το οποίο μπορεί να αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Καθώς η γυναίκα μεγαλώνει, οι μαστοί της τείνουν να γίνονται περισσότερο λιπώδεις και λιγότερο πυκνοί, γεγονός που συναινεί στην έναρξη του χρόνου μαστογραφίας στα 40. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν προτείνουν τη μαστογραφία όταν η γυναίκα διανύει τη δεκαετία των 20 ή των 30 διότι οι νεώτερες γυναίκες έχουν συνήθως πολύ πυκνούς μαστούς καθώς ο κύκλος των ορμονών διατηρεί σε χαμηλά επίπεδα τον λιπώδη ιστό, κάτι που συμβαίνει ταχύτερα μετά την εμμηνόπαυση.
Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς είναι η δυσκολία εντοπισμού κακοήθειας σε πυκνούς μαστούς ακόμη και εάν ο ακτινοδιαγνώστης διαθέτει ένα εξαιρετικά καλό απεικονιστικό μηχάνημα.
Η διενέργεια λεπτομερούς απεικονιστικού ελέγχου και η συμπλήρωση της μαστογραφίας με υπερηχογράφημα στις γυναίκες με πυκνούς μαστούς είναι απαραίτητη. Επιπλέον, η διατήρηση ενός υγιούς τρόπου ζωής, όπως μείωση του αλκοόλ, σωστή διατροφή, καθημερινή άσκηση, έλεγχος του βάρους, κόψιμο του καπνίσματος, αρκετός ποιοτικός ύπνος και αποφυγή ορμονικής υποκατάστασης για την παράταση της έμμηνου ρύσης, βοηθούν στη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου μαστού ακόμη και σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς.